- καλαμποκιά
- ητο φυτό του αραβόσιτου: Μη σπάζεις την καλαμποκιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλαμποκιά — η [καλαμπόκι] το φυτό αραβόσιτος* … Dictionary of Greek
Балканский языковой союз — Балканский языковой союз группа языков, принадлежащих к разным ветвям индоевропейской семьи языков, но обнаруживающих значительное и систематическое сходство на фонетико фонологическом, морфосинтаксическом, синтаксическом, лексическом,… … Википедия
καλαμπόκι — Βλ. λ. αραβόσιτος. * * * το 1. το φυτό αραβόσιτος*, κν. αραποσίτι, καλαμποκιά 2. ο καρπός τής καλαμποκιάς, η «κούκλα» 3. καλαμποκάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kalambok ή ιταλ. calambochi. Κατ άλλη άποψη < τουρκ. kalembek) … Dictionary of Greek
ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… … Dictionary of Greek